Το έργο της Επιστημονικής Επιτροπής Κνωσού στο ανάκτορο και τον αρχαιολογικό χώρο
Το έργο με την επωνυμία «Ανάκτορο και Αρχαιολογικός χώρος Κνωσού», το οποίο είχε ως σκοπό τόσο την αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων του μνημείου, όσο και την ανάδειξή του, εντάχθηκε στο Γ΄ ΚΠΣ το 2000, με φορέα υλοποίησης το Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων (Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε.). Παράλληλα, δημιουργήθηκε το Γραφείο Κνωσού.
Από το 2001 την ευθύνη του συντονισμού των έργων αυτών είχε η Επιστημονική Επιτροπή Κνωσού. Βασική μέριμνα της Επιτροπής ήταν ο συντονισμός όλων των ενεργειών με σκοπό την αποκατάσταση του μνημείου και την ανάδειξη της πολιτιστικής του αξίας.
Η σύσταση της Επιτροπής Κνωσού ήταν ουσιαστικής σημασίας, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες δεν είχε υλοποιηθεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα συντήρησης του μινωικού ανακτόρου.
Την πενταετία 1993-97 είχε προηγηθεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα της Δ/νσης Αναστήλωσης, σε συνεργασία με την ΚΓ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, που αφορούσε κυρίως στην αποκατάσταση του σκυροδέματος της αναστήλωσης του Α. Evans στον χώρο της «Νότιας Οικίας» και του «Μεγάρου του Βασιλέως».
Το 1999 ολοκληρώθηκε το σημαντικό έργο διαμόρφωσης της πορείας επισκεπτών και κατασκευάστηκαν ξύλινοι διάδρομοι, που ανακόπτουν την ταχύτητα φθοράς του μνημείου από τα βήματα των επισκεπτών και συμβάλουν στην πληρέστερη θέαση και κατανόηση του ανακτόρου.
Το 2000 έγινε αποκατάσταση της Βίλας «Αριάδνη» και του κήπου, κατοικίας του A. Evans, με χρηματοδότηση της περιφέρειας Κρήτης (Β’ ΚΠΣ) και φορέα υλοποίησης το Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε. Άρχισε, έτσι, να επαναλειτουργεί το κτήριο, όπου φιλοξενούνται μελετητές του Κρητικού Πολιτισμού (φωτ. 1,2).
Στα Τεχνικά Δελτία του έργου του Γ΄ Κ.Π.Σ. εντάχθηκε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα συντήρησης, στερέωσης και ανάδειξης του ανακτόρου και του ευρύτερου αρχαιολογικού χώρου, που περιέλαβε τη συντήρηση-αποκατάσταση των τοιχοδομιών, των γυψόλιθων και ασβεστόλιθων, των αντιγράφων των τοιχογραφιών, των κιόνων και των απομιμήσεων του ξύλου αναστήλωσης Έβανς, την αντικατάσταση των θολίσκων αναστήλωσης Έβανς, τη συντήρηση των μινωικών πίθων, την αποκατάσταση των «Δυτικών Αποθηκών III-VII», τη στερέωση και στατική ενίσχυση της «Νότιας Οικίας» και τη συντήρηση του «Καραβάν Σεράι», περιφερειακού μνημείου του ανακτόρου. Ειδικότερα:
Πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εργασίες συντήρησης και στερέωσης της αρχαίας τοιχοποιίας (φωτ. 3,4) αλλά και της αναστήλωσης Έβανς, εφόσον έχει περάσει πλέον στην ιστορία της αναστήλωσης και έχει χαρακτηρισθεί ως μνημείο.
Το σοβαρό πρόβλημα της ραγδαίας φθοράς του ευπαθούς γυψόλιθου, αλλά και του πωρόλιθου, αντιμετωπίστηκε σε συνεργασία με το Κέντρο Λίθου. Η εργαστηριακή έρευνα (εξέταση των μορφών φθοράς και συσχετισμός τους με τους μηχανισμούς διάβρωσης, μέθοδοι συντήρησης) και η εφαρμογή των αποτελεσμάτων στον χώρο είχαν ως στόχο την προληπτική ή/και επεμβατική συντήρηση του υλικού, καθώς και την κοινοποίηση των αποτελεσμάτων στην επιστημονική κοινότητα (φωτ. 5,6).
Συντηρήθηκαν, παράλληλα, και αρχαία κονιάματα, που σώζονταν σε διάφορους χώρους του ανακτόρου και του αρχαιολογικού χώρου.
Σε εξοπλισμένο εργαστήριο συντηρήθηκε μέρος των μινωικών πίθων του ανακτόρου. Οι πίθοι αυτοί παρουσίαζαν εκτεταμένες φθορές, εξαιτίας της έκθεσής τους στις περιβαλλοντικές συνθήκες, αλλά και λόγω παλαιότερων επεμβάσεων με μη συμβατά υλικά.
Τα περίφημα αντίγραφα των τοιχογραφιών αλλά και τα χρώματα της αναστήλωσης Έβανς στους κίονες, στις απομιμήσεις ξύλου και στα αρχιτεκτονικά μέλη αποκαταστάθηκαν αισθητικά και απέκτησαν πάλι την αρχική τους μορφή.
Η αντικατάσταση των σιδηροδοκών των θολίσκων της αναστήλωσης Έβανς σε συγκεκριμένους χώρους του ανακτόρου υπήρξε πρωτοποριακή όσον αφορά στην τεχνική και τα υλικά. Οι οξειδωμένες σιδηροδοκοί αντικαταστάθηκαν με νέες από ανοξείδωτο χάλυβα.
Στο «Μέγαρο του Βασιλέα» αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα στατικής επάρκειας του γωνιαίου πεσσού, που στηρίζεται σε αρχαίο γυψόλιθο και δέχεται τεράστια μηχανική καταπόνηση λόγω της αναστήλωσης Έβανς. Έγινε αποφόρτιση του γυψόλιθου και ενίσχυση του πεσσού.
Βελτιώθηκε και επεκτάθηκε η πορεία επισκεπτών από τη «Loggia των Οκτώσχημων Ασπίδων» προς το «Ελαιοπιεστήριο», η οποία σε συνδυασμό με τις εργασίες περισχοινισμού, συνέβαλαν στον περιορισμό της φθοράς του μνημείου από τα βήματα των επισκεπτών Παράλληλα, σε επιλεγμένες θέσεις σε ολόκληρο το ανάκτορο τοποθετήθηκαν νέες δίγλωσσες πινακίδες, για την ενημέρωση των επισκεπτών.
Έγινε, επίσης, στερέωση και στατική ενίσχυση της «Νότιας Οικίας», συντήρηση του «Καραβάν Σεράι» περιφερειακού μνημείου του ανακτόρου, (φωτ. 7) αλλά και των «Δυτικών Αποθηκών III-VII» (φωτ. 8,9).
Τέλος, για τον εκσυγχρονισμό των κτηρίων εισόδου του αρχαιολογικού χώρου επεκτάθηκαν οι υφιστάμενες τουαλέτες και προστέθηκαν δύο κυψέλες για ΑμεΑ, ενώ για να διασφαλισθεί η ασφαλής πρόσβαση των οχημάτων των επισκεπτών σε ενιαίο γήπεδο βόρεια του ανακτόρου απαλλοτριώθηκαν ακίνητα.
Το έργο «Ανάκτορο και Αρχαιολογικός χώρος Κνωσού» ολοκληρώθηκε το α΄ εξάμηνο του 2009. Στο τέλος του 2010 εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα ΕΠ.ΑΝ. του ΕΣΠΑ το έργο «Αποκατάσταση – Ανάδειξη ανακτόρου και αρχαιολογικού χώρου Κνωσού» και περιλαμβάνει εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης, οι οποίες ουσιαστικά συμπλήρωσαν και ολοκλήρωσαν παλαιότερες, που έγιναν στο πλαίσιο του Γ΄ ΚΠΣ.
Από τα τέλη Μαΐου του 2013 το «Ταμείο Διαχείρισης» καταργήθηκε και τα έργα αρμοδιότητάς του πέρασαν είτε στη ΔΙΠΚΑ και ΔΒΜΝ είτε στις οικείες Εφορείες Αρχαιοτήτων. Έτσι, από το 2ο εξάμηνο του 2013 φορέας υλοποίησης του έργου της Επιστημονικής Επιτροπής Κνωσού ήταν η ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και από τον Οκτώβριο του 2014, με την εφαρμογή του νέου Οργανισμού, η ενοποιημένη πλέον Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηρακλείου.
Το «Μεγάλο Κλιμακοστάσιο», ένα από τα αριστουργήματα της μινωικής αρχιτεκτονικής από τη δεκαετία του ΄90 δεν είναι επισκέψιμο, λόγω στατικών προβλημάτων και φθορών στις αρχαίες τοιχοδομίες, στους γυψόλιθους, στα μινωικά κονιάματα, αλλά και στις αναστηλωμένες από τον Arthur Evans οροφές, κατασκευασμένες κυρίως από θολίσκους με σιδηροδοκούς, αλλά και από οπλισμένο σκυρόδεμα .
Στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ ολοκληρώθηκε η συντήρηση των τοιχοδομιών της πρώτης και δεύτερης κλίμακας και η συντήρηση των ασβεστόλιθων των τοιχοδομιών. Επεμβάσεις αποκατάστασης έγιναν και στα μινωικά επιχρίσματα. Έγινε, επίσης, η αντικατάσταση των δοκών των θολίσκων της οροφής του «Ανατολικού -Δυτικού Διαδρόμου» (ανατολικό τμήμα) με νέες, από ανοξείδωτο χάλυβα, αλλά και η αντικατάσταση των ίδιων των θολίσκων.
Με την ολοκλήρωση όλων αυτών των επεμβάσεων το συγκρότημα του «Μεγάλου Κλιμακοστασίου» μπορεί να αποδοθεί και πάλι στο κοινό. Συγκεκριμένα, ο χώρος θα είναι επισκέψιμος στο επίπεδο της «Loggia των Οκτώσχημων ασπίδων» μέσω της ξύλινης πορείας προς τον «Διάδρομο του Ζατρικίου».
Οι «Αποθήκες XIII-XVIII» είναι οι βορειότερες του συγκροτήματος των λεγόμενων «Δυτικών Αποθηκών» του ανακτόρου της Κνωσού. Επιτακτική ήταν η ανάγκη συντήρησης και αποκατάστασης τόσο των τοιχοδομιών, όσο και των λίθων, των κονιαμάτων και των πίθων που σώζονται in situ στον χώρο αυτόν (φωτ. 10-13). Πρόκειται για εργασίες που αποτελέσαν τη φυσική επέκταση αντίστοιχων επεμβάσεων που έγιναν στις νοτιότερες μη στεγασμένες «Αποθήκες III-VII», στο πλαίσιο του Γ΄ ΚΠΣ.
Για την ανάσχεση της φθοράς των μη στεγασμένων «Δυτικών Αποθηκών III-VII», μετά την ολοκλήρωση της συντήρησής τους το 2009, απαραίτητη θεωρήθηκε η κατασκευή του προσωρινού στεγάστρου προστασίας τους.
Η αρχιτεκτονική λύση του στεγάστρου αυτού, ήταν απλή και λιτή, ενταγμένη στη μορφολογία του εδάφους (φωτ.14). Απαραίτητες, ωστόσο, θεωρήθηκαν κάποιες βελτιώσεις στη συγκεκριμένη κατασκευή, ώστε να εξασφαλισθεί η μεγαλύτερη δυνατή προστασία του χώρου, αλλά και το καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα.
Συγκεκριμένα, αντικαταστάθηκαν τα φύλλα πολυκαρβονικού με νέα, βελτιωμένα, τοποθετήθηκαν στην οροφή δύο σειρές ανοιγμάτων -με χειροκίνητο μηχανισμό- για την αποφυγή δημιουργίας μικροκλίματος, αντικαταστάθηκαν οι δοκοί, οι στύλοι και οι σύνδεσμοι με νέα στοιχεία από γαλβανισμένο χάλυβα και τοποθετήθηκε ενιαία μεταλλική δοκός στο δάπεδο, όπου εδράζονται τα νέα υποστυλώματα (φωτ.15).
Στον δυτικό τομέα του συγκροτήματος του «Μικρού Ανακτόρου», περιφερειακού μνημείου του ανακτόρου της Κνωσού, βρίσκεται η «Δεξαμενή Καθαρμών», όπου σώζονται στο μινωικό πηλοκονίαμα τα αποτυπώματα των ραβδωτών ξύλινων κιόνων, μοναδικής αρχαιολογικής και αρχιτεκτονικής αξίας.
Στο πλαίσιο του έργου, το 2011, αντικαταστάθηκε το παλαιό στέγαστρο προστασίας τους, της δεκαετίας του ’50, με νέο από ξύλινες δοκούς με τεγίδες, πάνω στις οποίες στερεώθηκαν φύλλα πολυκαρβονικού. Επιτεύχθηκε έτσι η καλύτερη δυνατή προστασία του μοναδικού και αντιπροσωπευτικού αυτού δείγματος «Δεξαμενής Καθαρμών» της νεοανακτορικής αρχιτεκτονικής.
Στη βίλα «Αριάδνη», στο πλαίσιο του έργου, έγιναν νέες επεμβάσεις, λόγω προβλημάτων που οφείλονται στην ιδιαιτερότητα της κατασκευής της η οποία είναι θεμελιωμένη σε έδαφος με προβλήματα καθίζησης. Έγινε αντικατάσταση του συνόλου της παλαιάς μόνωσης και στα τρία δώματα του κτηρίου, συνολικής έκτασης 300τ.μ.
Πέντε από τους αιωνόβιους φοίνικες του κήπου της βίλας προσβλήθηκαν από τον «κόκκινο ρυγχωτό κάνθαρο των φοινικοειδών». Για την αντιμετώπισή του κλαδεύτηκαν και έγινε ψεκασμός με τα κατάλληλα φάρμακα. Δενδροχειρουργικές επεμβάσεις σε επιλεγμένα δέντρα είχαν ως αποτέλεσμα την αναβλάστησή τους.
Ο «Μινωικός Ξενώνας» («Καραβάν-Σεράι») αποτελεί ένα από τα περιφερειακά μνημεία του ανακτόρου της Κνωσού. Βορειότερα, η «Μινωική Οδογέφυρα» (φωτ. 16), που ένωνε τις δυο όχθες του ρέματος της Βλυχιάς, και η «Υπόστυλη Κλίμακα» (φωτ. 17), μια μεγαλοπρεπής κατασκευή με κλίμακες και κιονοστοιχία που οδηγούσε στη ΝΔ. είσοδο του ανακτόρου, αποτελούν από τις πιο εντυπωσιακές κατασκευές του αρχαιολογικού χώρου της Κνωσού.
Με την επέκταση της υφιστάμενης πορείας επισκεπτών από τη «Νότια Οικία» έως τον «Μινωικό Ξενώνα» ενοποιήθηκαν όλοι οι παραπάνω χώροι, οι οποίοι έως σήμερα δεν είναι επισκέψιμοι. Ο επισκέπτης, μέσα από μια διαδρομή ιδιαίτερου φυσικού κάλους, επισκέπτεται τα σημαντικά αυτά μνημεία, ακολουθώντας μάλιστα τη μινωική οδό εισόδου στο ανάκτορο,
Στο πλαίσιο των εργασιών αυτών έγινε και η συντήρηση των τοιχοδομιών και των λίθων της «Υπόστυλης Κλίμακας» και της «Μινωικής Οδογέφυρας» αλλά και η διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου τους. Στο «Καραβάν Σεράι» έγινε, επίσης, στερέωση – αποκατάσταση της «Μινωικής Κρήνης».
Το έργο της Επιστημονικής Επιτροπής στο ανάκτορο και τον αρχαιολογικό χώρο εκτελέστηκε από ειδικευμένο προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, το οποίο αφού εντόπισε και κατέγραψε τις ποικίλες φθορές και τα σημαντικά προβλήματα του ανακτόρου, προχώρησε στην άμεση αντιμετώπισή τους. Δημιουργήθηκε έτσι σημαντική υποδομή για την επιστημονική διαχείριση του χώρου και την παραγωγή τεχνογνωσίας, που αποτελούν σημείο αναφοράς για την εκτέλεση ανάλογων εργασιών στο μέλλον.